γενικευτικός

γενικευτικός
-ή, -ό
1. ο σχετικός, κατάλληλος ή ικανός στη γενίκευση*.
2. αυτός που περιορίζει έκθεση ή διήγηση στα γενικά της σημεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γενικευτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γενικεύει: Η μέθοδος που ακολούθησε ήταν γενικευτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθολικευτικός — ή, ό [καθολικεύω] αυτός που επιφέρει καθολίκευση, γενίκευση, γενικευτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”